Sunday, May 22, 2005

Κεφάλαιο 1

Εισαγωγή: Το Σίγουρο

«Το μόνο σίγουρο είναι ότι …»
Σιγά δικέ σου, θα σκοντάψεις! Τι θα πει «Το μόνο σίγουρο είναι ότι …»; Δηλαδή, θέλεις να πεις ότι μόνο ένα πράγμα είναι σίγουρο, αυτό που έχεις κατά νου, ενώ όλα τ’ άλλα δεν είναι; Για λέγε, για λέγε, για λέγε μεγάλε! Πιο είναι το μόνο σίγουρο; …
Καλά, μας κούφανες, δικέ σου. Να σου πω εγώ για το μόνο σίγουρο; Λοιπόν, άκου! Το μόνο σίγουρο είναι ο πόνος. Αυτό είναι, ο πόνος. Όλα τα άλλα είναι κουραφέξαλα, ασίρουγα που λέει και ο μεγάλος.
(Το ‘ασίρουγα’ δεν σημαίνει ‘κουραφέξαλα’. Την πρώτη λέξη την καταλαβαίνει η ψυχή, τη δεύτερη η κοινωνία.)

Η Πλατεία με το Στύλο

Στη μια άκρη της μικρής πλατείας, το χασάπικο του Δυσσέα – ποτάμια από αίμα στο δρόμο κάθε φορά που έσφαζε μια γελάδα, ένα πρόβατο ή άλλο ζώο. Εκεί απέξω ένας στύλος της ΔΕΗ, με μια λάμπα που δεν αποφάσιζε να καεί, τρεμόσβηνε εδώ και πολλά βράδια. Απόψε λες και εξέπεμπε φωτεινά σήματα κινδύνου, όχι στον ουρανό, ούτε στη θάλασσα, μα στο έδαφος, προς άγνωστους παραλήπτες. Μήπως είχε τα κέφια της και έκανε πλάκα στους ξενύχτηδες; Ξενύχτηδες! χα, χα, χα. Σιγά τους ξενύχτηδες. Σ’ αυτό τον τόπο δεν υπάρχουν ξενύχτηδες, δεν υπάρχουν άνθρωποι με πάθος, πάθος για οτιδήποτε. Απουσιάζει το πάθος. Δώσε μου πάθος και πάρε μου την ψυχή, Θε μου! Τόπιασες δικέ σου, την ψυχή μου στο διάβολο και όχι στο Θεό. Ξενύχτης είμαι κι εγώ, όχι παίζουμε.
Ξαφνικά, δύο θαρραλέες σκιές εμφανίστηκαν μέσα στην κίτρινη κηλίδα κάτω από το στύλο, ακριβώς τη στιγμή που το νήμα της λάμπας αποκαθιστούσε τη συνέχειά του με τη βοήθεια του καταραμένου νοτιά που σάρωνε κάθε χρόνο αυτό τον τόπο, τις ημέρες πριν από το Πάσχα. Οι σκιές λες και διακτινίστηκαν από το πουθενά. Η μία σκιά φορούσε ένα καπέλο που έμοιαζε στρατιωτικό και η άλλη ένα καπέλο σαν καμινάδα ολοβρόμεστη από φούμο, αν έβγαζε καπνό δεν φαινόταν στο σκοτάδι. Μα που πήγαν, εξαφανίστηκαν; Να τες πάλι! Το στρατιωτικό καπέλο έσκυψε και φίλησε το χέρι της βρόμικης καμινάδας.
«Καληνύχτα, πάτερ Συμεών!» ακούστηκε να λέει το στρατιωτικό καπέλο
«Καληνύχτα, νοματάρχα Θωμά», απάντησε η άκαπνη καμινάδα
Ο Θωμάς έκανε στροφή και χώθηκε στο μαύρη κουβέρτα που έριχνε πάνω από την πλατεία η τριώροφη κατοικία του Δυσσέα με την πλάτη στο μισόγιομο φεγγάρι.

Παστές Αναμνήσεις

Πλατεία; Σιγά την πλατεία – ένα κομμάτι ή ένα ψιχάλι δρόμου που πήγαινε κάπου, σε κάποια άλλη πλατεία – στην πλατεία του Αιβαλιώτη, ή στην Περβόλα – μέσα από λεωφόρους φανταστικούς, με λάμψεις και ντιντινίσματα από γυαλένια. Με λίγη φαντασία αυτή την πλατεία θα μπορούσε να τη φανταστεί κανείς σαν ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, 35 βήματα από ανατολή προς δύση και περίπου 20 από βορά προς νότο: διαστάσεις τεράστιες για μυρμήγκια στο σώμα, για μυρμήγκια στο νου. Αυτός ο τόπος είναι στενάχωρος, πολύ στενάχωρος, δε με χωράει. Αυτό τον τόπο τον αγαπώ, αλλά πρέπει να τον εγκαταλείψω.

Ξανά, … στη γωνία με το στύλο, στη βορειοανατολική άκρη της πλατείας, το χασάπικο του Δυσσέα. Αριστερά του χασάπικου, η είσοδος του σπιτιού του, που οδηγεί σε δύο ορόφους πάνω από το χασάπικο. Αριστερότερα, το μπακάλικο του Νταβάκη – μια τρύπα κεραμιδόσκεπη που κάποτε τα χνώτα της, μια πνοή από παστά θαλασσινά (μπακαλιάρους, σαρδέλες, λακέρδες) και ξιδάτο λουκάνικο, τραβούσαν από τα ρουθούνια ανθρώπους και κεραμιδόγατες. Το εσωτερικό του, μισοσκότεινο – τίποτα δεν είναι ολόκληρο σ’ αυτό τον τόπο, ή σχεδόν τίποτα. Ένας πάγκος ορθωνόταν αριστερά της εισόδου, που τον προστάτευαν τσουβάλια από ρύζια, φασόλια, φακές. Στην κορυφή του πάγκου στεκόταν κάποτε μια αδέκαστη, ολοσκούριαστη ζυγαριά με τα κοκόρια να κάνουν τραμπάλα κάθε φορά που ένας γείτονας-πελάτης υπέκυπτε στο «αδίκημα» της πείνας. Τώρα, το εσωτερικό του μανάβικου έχει βουλιάξει στο ντουμάνι της σκόνης που ο ανακατοσούρης νοτιάς του Λυβικού ανασκάλεψε μαζί με μνήμες:
- Κύρε Κώστα, πέντε σαρδέλες μούπε η μαμά μου και, γράψ’ τις…
- Μπιτίσανε οι σαρδέλες.
- Ντάξει, δε θέλω.
- Έλα δω ρε μπόμπιρα! Θέλεις σαρδέλες ή δε θέλεις;
- Ναι, θέλω, αλλά αφού εσύ δεν έχεις …(αφού δεν έχεις, δεν υπάρχει λόγος εγώ να θέλω. Υπάρχει;)

Ο Θωμάς ο μπάτσος

Λογικά, θα πρέπει να πέσει ο νοτιάς αύριο, σκέφτηκε ο Θωμάς καθώς το αριστερό του μάτι έπιασε το φωτεινό τρέμουλο από το εσωτερικό του μπακάλικου της Καλογεράκαινας, απέναντι από του Νταβάκη. Τρελή, πότε θα το κάμεις στάχτη με τα κεριά που ανάφτεις! μουρμούρισε. Αν δεν πήγαινε ο Νταβάκης στα κυπαρίσσα, πελάτη δε θα σταύρωνες.
Ο νοτιάς όλο και δυνάμωνε˙ το σφύριζαν τα ηλεκτροφόρα σύρματα της ΔΕΗ, που από ψηλά λες και σχημάτιζαν τη διαγώνιο του παραλληλόγραμμου της πλατείας, από τη γωνία του Δυσσέα μέχρι το γέρο πλάτανο στην νοτιοδυτική άκρη, έξω από το καφενείο του Μακριδάκη. Αυτά δεν ήταν σφυρίγματα που ακουγόταν, παρά ένας θρήνος, μια απόκοσμη διαμαρτυρία, μια προειδοποίηση;
Τουλάχιστο, εγώ δε φοβάμαι, μουρμούρισε καθώς τα δάχτυλά του επιβεβαίωναν την ύπαρξη ενός ισχνού περιστρόφου σε μια λιγδιασμένη θήκη. Καθώς διέσχιζε την πλατεία κοίταξε αριστερά, τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο με τις μουριές, που ξεδιπλωνόταν σαν τεράστιο φίδι, που έσφιγγε τρεις φορές ένα πευκόφυτο λόφο και σταματούσε στη βαριά μεταλλική πύλη ενός παλιού αρχοντικού, νότια της πλατείας Εκεί ήταν απόψε ο Θωμάς, μαζί με τον παπά και το δικαστή. Στο αρχοντικό της Ανωγιαννάκαινας.
Εκείνη τη στιγμή ένα δυνατό ράπισμα του νοτιά έστειλε κατρακύλα στο κέντρο της πλατείας, και στα πόδια του Θωμά, μια μεταλλική καπνοδόχο του (παλιού) ελαιοτριβείου του Ανωγιαννάκη που έπιανε τη μισή βόρια πρόσοψη της πλατείας.
Κόντεψε να λιποθυμήσει, ενώ οι τρίχες της κεφαλής τους σηκώθηκαν όρθιες, όσες του είχαν απομείνει στο πίσω μέρος του κεφαλιού και γύρω από τα αυτιά του. Ουστ αποδώ μπάτσε! φώναξε δυνατά μέσα στη νύχτα ο Θωμάς, χωρίς να ξέρει πως και γιατί του βγήκαν αυτά τα λόγια από το στόμα. Αναψοκοκκίνησαν τα στρουμπουλά μάγουλά του σαν κατάλαβε ότι τον κυνηγούσαν οι τύψεις από τότε που αυτοκτόνησε ο τρελο-Τάσος.
Πριν γίνει αστυνομικός, ο Θωμάς δούλευε στο εργοστάσιο του Ανωγιαννάκη μαζί με τον Τάσο. Η δουλειά τους ήταν να ξεφορτώνουν τα φορτηγά με τα τσουβάλια τις ελιές και να τα φορτώνουν με λιγδιασμένα βαρέλια τίγκα στο λάδι. Η δουλειά ήταν σκληρή, και ο Τάσος δεν άντεχε, κοντά στα εξήντα τότε. Όταν έλειπε ή δεν έβλεπε ο επιστάτης, ο Τάσος λούφαζε πάνω στα τσουβάλια στο εσωτερικό του εργοστασίου ή πήγαινε για καφέ στο καφενείο του Μακριδάκη. Ο Θωμάς, αν και κατά σαράντα χρόνια νεώτερος του Τάσου, τον είχε απειλήσει ότι θα τον καρφώσει στο αφεντικό ή στον επιστάτη. Ένα πρωί ο Τάσος πήγε για δουλειά, τον κάλεσε ο επιστάτης στο γραφείο και τον απέλυσε. Επειδή λουφάρεις, του είπε. Τρελάθηκε ο Τάσος. Πώς θα ζούσε τώρα. Ήταν πολύ μεγάλος για να βρει άλλη δουλειά, τέχνη δεν ήξερε, χωρίς οικογένεια, παρά μόνο μια μισότρελη αδελφή, την Κατίνα. Όσα έβγαζε από το εργοστάσιο, ίσα που του έφταναν για ένα κομμάτι ψωμί. Τώρα πάει κι αυτό. Ουστ αποδώ μπάτσε, φώναζε του Θωμά κάθε φορά που τον έβλεπε στο δρόμο ή στο καφενείο. Το «μπάτσε» δεν είχε, βέβαια, καμιά σχέση με την πράξη του Θωμά. Το «ρουφιάνε» ταίριαζε καλύτερα, αλλά ο Τάσος είχε γινάτι με τους μπάτσους. Μια φορά τον είχανε ξυλοφορτώσει κάτι χωροφύλακες επειδή τον πιάσανε να κατουράει μέσα στο προαύλιο της Αγίας Τριάδας – την εκκλησία της ενορίας, σε απόσταση τριών εκατομμυρίων ετών φωτός από το εργοστάσιο (δηλαδή ούτε 300 μέτρα). Δεν ήτανε βέβαια η μοναδική φορά που έτρωγε ξύλο. Πολλές φορές τις είχε αρπάξει στα καφενεία που σύχναζε γιατί ζητιάνευε δανεικά από τους θαμώνες που έπαιζαν χαρτιά. Αυτοί το θεωρούσαν γρουσουζιά, ιδιαίτερα όταν έχαναν. Στις άγριες προτροπές τους, «Σταμάτα, Τάσο!», αυτός απαντούσε με αλλόκοτες εκφράσεις, όπως «Τι χρώμα;». Άλλες φορές καθόταν ακριβώς πίσω από τους παίχτες και σχολίαζε τα χαρτιά τους με τον εξής τρόπο, «Ωραία Κυριακή θα κάνει τη Δευτέρα, φίλε!». Την τελευταία φράση τη χρησιμοποιούσε συχνά σαν γενικότερο σχόλιο σε κουβέντες που άκουγε δεξιά και αριστερά ή σαν τελεσίδικη κρίση σε διάφορα γεγονότα της επικαιρότητας.

Ανάθεμά σε κερατά, γρύλισε ο Θωμάς μέσα από τα δόντια του, ενώ η εικόνα του Τάσου ήταν ακόμα νωπή στο νου του. Ένα φούσκωμα στην κοιλιά, που τον τυραννούσε εδώ και μιάμιση ώρα, βρήκε διέξοδο σε μια δυνατή πορδή, που τον απάλλαξε από το «φάντασμα», αλλά του έβρεξε το σώβρακο. Αφού συνήλθε από το σοκ που του προξένησε η πτώση της καμινάδας, πέρασε γρήγορα από τα γρανάζια του μυαλού του όλα όσα είχαν συμβεί στης Ανωγιαννάκαινας απόψε. Ήταν το τελευταίο τους ραντεβού, με «γεύμα εργασίας», όπως τους είχε δηλώσει η ίδια: για να ξεψειρίσουμε τις λεπτομέρειες του σχεδίου μας για την επόμενη ημέρα, τους είπε. Εκείνη τη στιγμή, χραπ, ένα κομμάτι κρέας πετάχτηκε από τα μπροστινά της δόντια καθώς τα έσκαβε με μια οδοντογλυφίδα. Το κρέας διέγραψε μια τροχιά πάνω από το τραπέζι και κόλλησε ανάμεσα στη μύτη και στο πάνω χείλι του παπά. Για μια στιγμή ο παπα-Συμεών κοκκίνισε σαν παντζάρι από το θυμό του, π ήγε να πει κάτι, αλλά ο Θωμάς τού πάτησε το πόδι κάτω από το τραπέζι. Είχε σημαντικούς λόγους για να εκραγεί απόψε ο παπάς: πρώτο, το φαγητό που τους υποσχέθηκε η Ανωγιαννάκαινα εμφανίστηκε μία ώρα μετά τα μεσάνυκτα, αφού τα γαστρικά υγρά τού είχαν κάνει στο στομάχι σκέτο καμίνι. Δεύτερο, τους σέρβιρε φασολάδα, κρεμμύδια και μαύρες ελιές, ενώ αυτή έπεσε με τα μούτρα σε μια πιατέλα που ξεχείλιζε από ζουμερά παϊδάκια. Συγνώμη, παιδιά, δικαιολογήθηκε, η δίαιτά μου. Τρίτο, ο ονειροπαρμένος είχε τελικά αποφασίσει να σαμποτάρει την όλη δουλειά. Ο δικαστής έμενε αμίλητος – αδέκαστος, σαν σκουριασμένη ζυγαριά.

Ο Θωμάς διέσχισε την πλατεία, τριάντα πέντε βήματα όλα κι όλα και κατηφόρισε στο στενό δρόμο που οδηγούσε στην πλατεία του Αϊβαλιώτη. Το καφενείο εκεί μόλις έκλεινε. Ο καφετζής, Διγενής Ακρίτας στην κορμοστασιά, χόρευε το τελευταίο ταγκό της ημέρας αγκαλιά με μια μακροκόνταρη σκούπα. Τη φουκαριάρα, σε τι εξευτελισμούς την υπέβαλλε κάθε βράδυ ο Αϊβαλιώτης. Την έπιανε σφικτά από το λαιμό του κονταριού με το ένα χέρι ενώ με το πόδι έδινε μια κλωτσιά στο ψάθινο φόρεμά της για να τη στείλει κάτω από τα τραπέζια. Στη συνέχεια την τραβούσε απότομα μπροστά του και «ψάρευε» τις γόπες που είχαν ρίξει στο πάτωμα οι θαμώνες του καφενείου. Οι καρέκλες ανάποδα πάνω στα τραπέζια ικέτευαν έναν άγνωστο θεό να τους απαλλάξει από το θέαμα, μάταια.
- Κλείνεις, ρώτησε ο Θωμάς
- Δε βλέπεις, σκουπίζω, του απάντησε ο καφετζής.
- Έχεις καμιά σόδα;
- Γιατί, φασόλες σου μαγείρεψε η κερά σου απόψε; τον πείραξε
- Καλά, τα λέμε αύριο, στραβομουτσούνιασε ο Θωμάς και βγήκε από το καφενείο.
Η «κερά» του. Αγγαρεία θα τον έβαζε απόψε. Του το είχε δηλώσει από το πρωί. «Θωμά, απόψε θα κάμεις το καθήκον σου». Εκείνος έμεινε σύξυλος, «Πέρασε κιόλας η βδομάδα, σαν χθες μου φαίνεται», μουρμούρισε δειλά. Εκείνη τον κοίταξε λοξά, «Βδομάδα! Μήνας σιμώνει αύριο».
Οι γυναίκες τόχουνε ρε γαμώτο; μια η Ανωγιαννάκαινα, μια η γυναίκα μου – δεν παλεύονται, σκέφτηκε καθώς τραβούσε μια αρμαθιά κλειδιά από την τσέπη του. Διάλεξε αυτό με το πλαστικό κάλυμμα και προσπάθησε να το βάλει στην κλειδαρότρυπα. Το κλειδί πήγαινε μέχρι τη μέση μόνο. Έσπρωχνε, έσπρωχνε, αλλά τίποτα. Πάλι τα ίδια, άτιμη κλειδαρότρυπα; γρύλισε. Τώρα θα σου δείξω γω ποιος είν’ τ’αφεντικό. Τράβηξε το πιστόλι του, το έπιασε από την κάνη και χτύπησε το κλειδί με το πίσω μέρος της λαβής. Ακούστηκε ένα μπαμ και ο Θωμάς σωριάστηκε φαρδύς πλατύς μπροστά από την πόρτα.

Ο Παπάς

Σατανάδες… γρύλισε μέσα από τα γένια του ο παπα-Συμεών, χωρίς να είναι σίγουρος σε ποιους αναφερόταν. Διέσχισε γρήγορα το δρόμο για να περάσει στην πλευρά που τη φώτιζε τ’ ολόγιομο φεγγάρι. Σαρακοστή και να τρώει κρέας! Αλλά, τι περιμένεις, Καθολικιά δεν είναι! σκέφτηκε. Όπως κατηφόριζε η σκιά του γλιστρούσε σαν πηχτή πετρελαιοκηλίδα πάνω στις προσόψεις του σπιτιών, που εδώ και ώρα οι ένοικοί τους είχαν αφεθεί στην αγκαλιά του Μορφέα.
Οι κλειδαμπαρωμένες πόρτες και τα ερμητικά κλεισμένα πατζούρια των σπιτιών έβαλαν σε κίνηση τα πιο σκουριασμένα γρανάζια της σκέψης του. Κοιμηθείτε, πουλάκια μου, κάντε ότι κάνετε κάθε βράδυ – είστε δικοί μου, με χρειάζεστε, πρόβατα. Εγώ είμαι ο τσομπάνης σας. Όταν έφτασε μπροστά από το αδιέξοδο της κερά Λένης, σταμάτησε, σήκωσε το δεξί φαρδομάνικο χέρι του στον αέρα, στριφογύρισε τη γροθιά του απειλητικά και σαν άλλος Δαβίδ εκσφενδόνισε λόγια βαριά στη μικρή αλουμινένια εξώπορτα του τελευταίου σπιτιού στο στενό σοκάκι:
- Και τοις υιοίς Ισραήλ λαλήσεις λέγων έλαιον άλειμμα χρίσεως άγιον εσταί τούτο υμίν εις τας γενεάς υμών. Έξοδος 30:30-32.
Η αγριοφωνάρα του αντήχησε σαν εκπυρσοκρότηση όπλου μέσα στο στενοσόκακο. Ένα σαμιαμίθι έτρεξε να κρυφτεί στην τρύπα του. Τα αυτιά ενός μικρόσωμου σκυλιού που κοιμόταν στο χαλάκι της εξώπορτας του σπιτιού του Ονειροπαρμένου τινάχτηκαν σαν ελατήρια. Το ίδιο και τα πόδια του. Έτρεξε κατά του παπά σα δαιμονισμένο και τον άρπαξε από την άκρη του ράσου, γρύλιζε και θα του έσκιζε το ράσο αν ο παπάς δεν του έδινε μια κλωτσιά να το πετάξει μέχρι τη μέση του στενού.
- Και εν πάσι τοις υιοίς Ισραήλ ου γρύξει κύων τη γλώσση αυτού … Έξοδος 11:6-8, γρύλισε με τη σειρά του ο παπάς και έτρεξε δυο πόρτες παραπάνω, έβγαλε το κλειδί από την τσέπη του ράσου και μπήκε στο σπίτι του λαχανιασμένος.
Η κερά του καθόταν ακόμα στην κουζίνα και έπλεκε.
- Νωρίς πρόκοψες, του γρύλισε.
- Γυναίκα, άστα αυτά, απόψε έχω όρεξη.
- Μωρέ καλώς το νε! Άντε να θέσεις και να σου λείπει. Αργά ‘ναι, άντε να δεις κάνα όνειρο μπας και σε φωτίσει ο Θεός. Και να πλύνεις, τα πόδια σου. Δε θέλω να βρωμούνε τα σεντόνια, οσά ντου σκύλου.
- Θαρρείς πως έχω την ανάγκη σου, απάντησε τσαντισμένος ο παπάς. Τα όνειρα είναι για τον Ονειροπαρμένο της Μαρίκας, συμπλήρωσε.
Στη συνέχεια έκανε μεταβολή για την κρεβατοκάμαρα, έβγαλε τα ρούχα του και χώθηκε μέσα στα σκεπάσματα χωρίς να πλύνει τα πόδια του.


Το Όνειρο

Την ίδια στιγμή, δύο πόρτες παρακάτω …
Για άλλη μια φορά μέσα σε 24 ώρες την ασυνάρτητη φλυαρία μέσα στο κεφάλι του Γιώργου, του Ονειροπαρμένου, σάρωσε ένα παλιρροιακό κύμα εκκωφαντικής ησυχίας, που σαν υποχώρησε έδωσε τη θέση της σε ένα, άγνωστο νυχτερινό τοπίο στην όχθη ενός ποταμού. Λυγερόκορμες καλαμιές χόρευαν νωχελικά στο τραγούδι μιας μικτής χορωδίας από γρύλους, βατράχια και νυχτοπούλια, που λες και βιάζονταν να διώξουν αυτή τη νύχτα – θα προλάβαιναν άραγε; Ξαφνικά σταμάτησαν όλα, και οι χοροί και τα τραγούδια, σαν κάποιος αόρατος μαέστρος να έδωσε το σύνθημα Οι καλαμιές στάθηκαν προσοχή, με τις κορφές τους να δείχνουν ψηλά στον ουρανό. Ένα κλικ ακόμα και η προφητεία θα επαληθευτεί, σκέφτηκε ο ερημίτης από την κορυφή του λόφου που στεκόταν. Και να, δύο κατάλευκοι δίσκοι, δίδυμα φεγγάρια, ευθυγραμμίστηκαν πάνω από τον αφαλό της κοιλάδας και από το κέντρο τους ξεχύθηκαν δύο αφρισμένοι καταρράκτες, που έλουσαν με φως το Κάστρο των Ερπετών.
Ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία, αυτή είναι η νύχτα, συμπλήρωσε τη σκέψη του ο ερημίτης. Δεν έκανε λάθος, το φως από τα δίδυμα φεγγάρια πλημμύρισε τον περίβολο του Κάστρου και άρχισε να απλώνεται κυκλικά, λες και μια αόρατη αράχνη από το Κάστρο ύφαινε τον ιστό της με δόλια αποφασιστικότητα, μέχρι που κάλυψε ολόκληρο το χωριό από τη μια άκρη στην άλλη. Ο φόβος είχε ήδη φτάσει στις προσόψεις των σπιτιών. Από την κορυφή του λόφου τα σπίτια φάνταζαν σαν λευκά έντομα που είχαν κολλήσει στο θανατηφόρο ιστό της αόρατης αράχνης. Το αχνό κίτρινο φως από τα παράθυρα μαρτυρούσε τον τρόμο, που σύντομα θα φώλιαζε στις καρδιές των ανθρώπων αυτού του κόσμου.
Δεν μπορεί να είναι αλήθεια, δεν μπορεί, ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή ο ερημίτης. Πρέπει να το δω με τα μάτια μου, αλίμονο συμφορά που μας βρήκε πάλι.
Τέντωσε τα χέρια του σε έκταση και ένα ελαφρό αεράκι γέμισε τα φαρδιά του μανίκια που έφταναν μέχρι τους καρπούς. Έγειρε το σώμα του μπροστά και αμέσως σηκώθηκε στον αέρα λίγο πάνω από το έδαφος. Έσκυψε ελαφρά το κεφάλι και, σαν ψαροπούλι που κάνει βουτιά στα νερά της θάλασσας, βούτηξε κάτω στον κάμπο, πέταξε ένα γύρω πάνω από το Κάστρο και προσγειώθηκε μαλακά με τα δάκτυλα των ποδιών του πάνω στην επίπεδη επιφάνεια ενός κουτσουρεμένου δένδρου στην όχθη του ποταμού.
Η ξαφνική επίσκεψη του ερημίτη στο σημείο αυτό δεν έγινε αντιληπτή από τη λευκή κουκουβάγια, που εκείνη τη στιγμή έδινε τη δική της μαρτυρία για τον κόσμο αυτό, κρυμμένη στα πυκνά φυλλώματα ενός γέρικου πλάτανου:

Εδώ, ω ναι, εδώ, εδώ!
Ένα κι ένα δεν κάνουν πάντα δυό,
Και η πέτρα που πετάς ψηλά,
Θαρρείς θα πέσει χαμηλά;
Εδώ το κρύο δεν είναι κρύο
Ούτε κι ζέστη ζέστη,
Και η βελόνα που σε τρυπά
Μήπως θα σε πονέσει;
Εδώ κλείνεις τα μάτια για να δεις
Δράκους, ιππότες, μάχες, καλλονές –
Του δικού σου κόσμου την ανέκφραστη λαλιά –,
Που αν στο νου και στην καρδιά σου τα δεχτείς,
Η φοβερή συμμετρία του ερπετού τρυφερή αγκαλιά
Θέλει γενεί
Και τότε εσύ θα ‘χεις θυμηθεί.


Από το σημείο που στεκόταν, περίπου ένα μέτρο από την επιφάνεια της λασπωμένης όχθης, ο ερημίτης κάρφωσε τα μάτια του στο σημείο που καθρεπτίζονταν τα δίδυμα φεγγάρια στα ήσυχα νερά του ποταμού. Από εκεί θα βγει, σκέφτηκε. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη σκέψη του. Κάτι παράξενα γουργουρίσματα ακούστηκαν σε μικρή απόσταση από εκεί που στεκόταν. Πήδησε από το κούτσουρο κι έτρεξε να κρυφτεί πίσω από τον πλάτανο. Την ίδια στιγμή δυο κατακόκκινα μάτια αναδύθηκαν στην επιφάνεια του νερού θρυμματίζοντας τα φεγγάρια σε χιλιάδες ασημένια πούλια.
Τα γουργουρίσματα έγιναν πιο έντονα και τα πύρινα μάτια άστραψαν μέσα στις καλαμιές έτοιμα να πυρπολήσουν κάθε τι που θα βρισκόταν στο δρόμο τους.
Τώρα ο ήχος από τα νεογέννητα κροκοδειλάκια σκεπάστηκε από το μουγκρητό ενός θηλυκού κροκόδειλου. Οι καλαμιές παραμέρισαν με σεβασμό για να αφήσουν το ογκώδες σώμα του ζώου να φτάσει στο σημείο όπου το αρχέγονο καθήκον καλεί.
Ένα υγρό ρύγχος παραμέρισε τα σάπια φύλλα που σκέπαζαν ένα λάκκο στην όχθη και βούτηξε στο ανήλιαγο λίκνο για να δεχτεί την επίθεση της οσμής που μετατρέπει τα φοβερά σαγόνια του θανάσιμου ερπετού σε βελούδινη αγκαλιά.
Μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε ουρίτσες στριφογύριζαν νευρικά έξω από τα σαγόνια του θηλυκού κροκόδειλου. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία, πέντε ουρίτσες. Από εκεί που κρυβόταν τις έβλεπε καθαρά. Πέντε – πέντε νεογέννητα κροκοδειλάκια, που μαζί με τη μητέρα τους θα έβρισκαν καταφύγιο στο Κάστρο και θα σκλάβωναν τους κατοίκους της ήρεμης κοιλάδας για άλλη μια φορά.


Γιος και Μάνα


- Γιώργο, ξύπνα! Σχολείο, ακούστηκε η γνώριμη φωνή της μητέρας του για δεύτερη φορά από την κουζίνα.
Όνειρο ήταν, σκέφτηκε, και έκλεισε ξανά τα μάτια του για να κρατήσει μερικές από τις όμορφες εικόνες εκείνου του κόσμου, που χάθηκε απότομα με τη φωνή της μητέρας του. Λες και ήταν Ελληνικός καφές, που κάποιος τον ήπιε μονορούφι. Μόνο λίγα κατακάθια είχαν μείνει στο κουπάκι του εφηβικού του μυαλού, και όση ώρα έμενε ξαπλωμένος με τα μάτια κλειστά προσπαθούσε να τα διαβάσει. Κυματιστές γραμμές, κορυφογραμμές, συμπαγείς όγκοι, δύο φωτεινά σημεία – δεν έβγαζε νόημα. Όσο και να έσφιγγε τα μάτια, όσο και αν προσπαθούσε να χαλαρώσει, δεν γινόταν τίποτα. Μόνο στο στομάχι του είχε ξεμείνει μια περίεργη αίσθηση προσμονής – επίγευση προσμονής – ναι, αυτή τη λέξη θα χρησιμοποιούσε ο παππούς του ο Ιάσωνας που ήταν «ειδικός» στα κρασιά.
- Ακόμα να σηκωθείς! αναφώνησε με απορία η μητέρα του, που τώρα στεκόταν κάτω από την πόρτα που χώριζε την μικρή κουζίνα από το επίσης μικρό και χωρίς παράθυρο υπνοδωμάτιό του.
Φτωχοί κι οι ίδιοι. Όμως η οικονομική ανέχεια δεν είχε επιβάλλει αυστηρή λιτότητα στις λέξεις. Φράσεις μικρές, που κάθε μία από αυτές περιείχε τη λέξη «σήκω». Απαντήσεις το ίδιο σύντομες, «καλά», «τώρα», «λίγο ακόμα». Τη φτώχια αντιστάθμιζε μια έμφυτη διάθεση «χλευασμού» της. Αυτά τα πέντε με δέκα λεπτά που αντιστεκόταν στις προσταγές από την κουζίνα ήταν πολύ γλυκά, αν και του κόστιζαν σε ένταση όσο επέμενε να τις αγνοεί. Το περίεργο είναι ότι του άρεσε αυτή η πρωινή «σύγκρουση». Από τη μια δεν μπορούσε να ακούει τις φωνές της μητέρας του, από την άλλη αν καθυστερούσε να τον ξαναφωνάξει ανησυχούσε, λες να με ξέχασε; λες να πήγε στου Νταβάκη και με άφησε να κοιμάμαι; Θα αργήσω στο σχολείο. Του είχε κάνει εντύπωση αυτή η αντιφατικότητα στις καθημερινές καταστάσεις της ζωής.
Σηκώθηκε, ανακάθισε στο κρεβάτι και όπως έτριβε τα χέρια του για μια στιγμή τού φάνηκε σαν κάποιος να καθόταν στην καρέκλα απέναντι, δεν μπορούσε να δει καλά στο μισοσκόταδο του δωματίου του.
- Γιώργο, τα ρούχα σου είναι στην καρέκλα, άκουσε τη μητέρα του να φωνάζει.
Η καρέκλα θα πρέπει να φορούσε ένα γαλάζιο πουκάμισο, αυτό της είχε παραγγείλει να του σιδερώσει το προηγούμενο βράδυ. Από εκεί που καθόταν μπορούσε να μυρίσει τη μεταλλική ζεστασιά που είχε αφήσει η πλάκα του πυρωμένου σίδερου πάνω στο πουκάμισο. Θα πρέπει να το σιδέρωσε στο διπλανό δωμάτιο ενώ κοιμόμουν, σκέφτηκε. Θα πρέπει να πόνεσε το χέρι της να περνά και να ξαναπερνά πάνω από τα «δύσκολα» σημεία: πατιλέτα, μανσέτα, λαιμός – πατιλέτα, μανσέτα, λαιμός. Λέξεις γνωστές για ένα γιο μοδίστρας. Λέξεις που τις συνόδευαν παράπονα για γρόμπους στα χέρια. Εντάξει, φτάνει πια το έκαψες το πουκάμισο, της έλεγε καμιά φορά. Εκείνη, δώστου και δώστου το σίδερο πάνω στο πουκάμισο. Έπρεπε να πονέσουν τα χέρια της και να πυρώσει καλά το πουκάμισο για να μείνει ευχαριστημένη, για να μείνει ήσυχη ότι έκανε το καθήκον της απέναντι στο παιδί της. Του άρεσε, όμως, αυτή φροντίδα, αυτή η ζεστασιά του πουκάμισου που πότιζε το σώμα του έβγαζε στην επιφάνεια παιδικές αναμνήσεις γεμάτες χάδια, φιλιά, αγκαλιές. Τώρα όμως κοντεύει να κλείσει τα δεκατέσσερα, μεγάλωσε, και δικαιούται το μερίδιο της δικής του εφηβικής επανάστασης. Σιγά τα ωά, σκεφτόταν καμιά φορά, σε εκλάμψεις επίγνωσης της «δύσκολης» ηλικίας που περνούσε. Όμως, μια άλλη «επίγνωση» θα του φανεί περισσότερο χρήσιμη …
Έπιασε τις μαύρες κάλτσες που ήταν διπλωμένες η μία μέσα στην άλλη – μας πώς τις κάνει σαν αυγό, ξίνισε τα μούτρα – τις φόρεσε βιαστικά, έβαλε το μαύρο παντελόνι, που ήταν διπλωμένο στο κάθισμα της καρέκλας, έσκυψε και τράβηξε τα παπούτσια του κάτω από το κρεβάτι. Μα τι κάνεις με τα παπούτσια σου βρε παιδί μου; άκουσε τη φωνή του πατέρα του – Θεός σχωρέστον – να αντηχεί στο μυαλό του ενώ έδενε το αριστερό του κορδόνι. Τα βλέπεις αυτά; Εφτά χρόνια τα έχω και είναι ακόμα καινούργια.
Μπήκε στην κουζίνα τη στιγμή που η μητέρα του έβαζε το πιάτο με τα κτυπητά αυγό στο τραπέζι.
- Λοιπόν, «μεγάλε», τι σκοπεύεις να κάνεις σήμερα, ρώτησε η μητέρα του.
- Με ειρωνεύεστε, κυρία μου? Μια στιγμή να θυμώσω και θα σας απαντήσω,.
- Καλημέρα, μαμά! είπε και άπλωσε τα χέρια του, αγκάλιασε τη μητέρα του και τη φίλησε στο μάγουλο.
- Άφησε τα καλοπιάσματα νεαρέ μου. Το καλό που σου θέλω να μην ανακατευτείς. Είδα κακό όνειρο σήμερα, είπε και έβαλε το ποτήρι με το φρέσκο χυμό πορτοκαλιού δίπλα στο πιάτο με τα αυγά.
- Αφού ξέρεις τι θα κάνω, γιατί ρωτάς; Εξάλλου το δικό μου όνειρο ήταν καλύτερο, απάντησε με μπουκωμένο το στόμα, ή μήπως δεν ήταν, σκέφτηκε.

Η «αυλαία της θεατρικής παράστασης» μεταξύ μητέρας και γιου είχε πέσει κάπως απότομα σήμερα το πρωί. Η μητέρα του δεν ήταν και τόσο στα κέφια της, το έβλεπε στα μάτια της, ένα καταγάλανο ουρανό χειμώνα καλοκαίρι. Μόνο που σήμερα είχαν χάσει τη λάμψη τους, αφού κανείς δεν γνώριζε πώς θα αντιδρούσε η Ανωγιαννάκαινα.
Την ώρα που σήκωνε το ποτήρι του για να ρουφήξει την τελευταία σταγόνα της πορτοκαλάδας, το δεξί του μάτι έπιασε μια σκιά, στρογγυλή σαν μπάλα ποδοσφαίρου που κτυπούσε σπόντες πίσω από το κουρτινάκι που κάλυπτε το τζάμι της πόρτας της κουζίνας. Σηκώθηκε, άνοιξε την πόρτα και είδε την κυρία Ελένη (κερά Λένη τη φωνάζανε), που μόλις πρόλαβε να κατεβάσει την τεντωμένη παλάμη του χεριού από το μέτωπό της – προσπαθούσε να δει ποιος ήταν μέσα στην κουζίνα.
Η κερά Λένη, μια κουτσή γριά γειτόνισσα που έμενε δυο πόρτες παρακάτω μέσα στο αδιέξοδο. Θα πρέπει να ήταν ένα μέτρο και είκοσι εκατοστά περίπου, και στρογγυλή, σαν μπάλα με μικρά πόδια. Φορούσε πάντα μια ποδιά στη μέση που την έζωνε στην περιοχή που φυσιολογικά πρέπει να ήταν το στήθος της – νοικοκυρά σε αέναη ετοιμότητα. Το δέρμα της λεπτό και σε απόχρωση του ροζ. Ο Γιώργος είχε την εντύπωση πως ήταν φτιαγμένη από δέρμα σαμιαμιθιού, σαν αυτούς που τρύπωναν κάτω από το γάντζο με το φως που ήταν βιδωμένος εδώ και αιώνες (σιγά την υπερβολή!) πάνω από την πόρτα του σπιτιού της. Είχε μπει πολλές φορές στο σπίτι της για να τη βοηθήσει να κατεβάσει πιάτα από την πιατοθήκη της, όταν ο άντρας της δεν είχε ακόμη επιστρέψει από τη δουλειά, ή όταν το Λενιό, η νύφη της, δεν ήταν εκεί. Έσπρωχνε την ξύλινη εξώπορτα και έμπαινε σε ένα αυλιδάκι στρωμένο με βότσαλα. Αριστερά, ο καμπινές, Τούρκικος. Δίπλα από τον καμπινέ, ένα πηγάδι, πάντα σκεπασμένο με μια φαρδιά τάβλα. Η είσοδος του κάτω κόσμου, σκεφτόταν ο Γιώργος κάθε φορά που έβλεπε το πηγάδι.

- Καλημέρα, Γιώργο! είπε η κερά Λένη, και πέρασε το κατώφλι με το καλό της πόδι.
Δεν ήταν χαιρετισμός, αλλά μια δήλωση, λες και ήθελε να συνεχίσει την κουβέντα που άφησε μισοτελειωμένη από χθες. Προχώρησε μέχρι το τραπέζι, έπιασε με το χέρι της την πλάτη της καρέκλας και κάθισε βάζοντας τα χέρια της μέσα στις τσέπες της ποδιάς της. Δεν είπε τίποτα.
- Μαμά, έσπασε τη σιωπή ο Γιώργος, αύριο το πρωί θέλω να μου φτιάξεις Ελληνικό καφέ για να μου διαβάσει το φλιτζάνι η κερά Λένη.
- Εντάξει, Γιώργο, πήγαινε τώρα και να προσέχεις! απάντησε η μητέρα του κλείνοντάς του το μάτι.
- Σχολείο, ε! δήλωσε η κερά Λένη.
Δεν ήταν ανάγκη να ρωτήσει, το γνώριζε. Όμως κάτι άλλο ήθελε να πει και το καθυστερούσε μέχρι να φύγει το παιδί.
- Ναι, αναστέναξε η μητέρα, και είδε το Γιώργο να στρίβει τη γωνία στην αυλή για να βγει από την εξώπορτα.
- Μα δε θα πάει στα εγκαίνια σήμερα;
- Ποια εγκαίνια, καλέ; Αφού για κατάληψη ετοιμάζονται τα παιδιά.
- Του Ανωγιαννάκη... Το εργοστάσιο... Σήμερα δε θα φέρουνε τα καινούργια μηχανήματα από τη Γερμανία;
- Ναι, αλλά η τάξη του θα κάνει κατάληψη στο εργοστάσιο. Δεν θα αφήσουν να γίνουν τα εγκαίνια, ύψωσε τη φωνή της η μητέρα λες ήθελε να εκτονώσει την πίεση που ένιωθε από τότε που ξύπνησε.
- Μαρίκα … άρχισε να λέει η κερά Λένη, έχω κάτι να σου πω αλλά σε βλέπω στεναχωρημένη …
Ωχ, νάτο το όνειρο, σκέφτηκε η μητέρα και τράβηξε το μπρίκι με τον καφέ που μόλις είχε βράσει στο μικρό μάτι της κουζίνας.
- Τι τρέχει κερά Λένη; Τα μάτια της σκοτείνιασαν περισσότερο.
- Ο πατέρας σου …
- Ναι, τι; …
- Έπεσε στο πηγάδι …
- Πάλι; …


****************************************
συνεχίζεται ...
All rights reserved